- ταξικός
- -ή, -ό, Ν [τάξη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κοινωνικές τάξεις (α. «ταξικές δακρίσεις» β. «ταξικός αγώνας» — η πάλη τών τάξεων)2. ο χωρισμένος σε τάξεις («ταξική κοινωνία» — χαρακτηρισμός όλων τών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που είναι διαιρεμένοι σε ανταγωνιστικές τάξεις)3. φρ. α) «ταξική πάλη» — βλ. πάληβ) «ταξική δομή»(κοινων.) i) η διαστρωμάτωση ενός οικονομικο-κοινωνικού σχηματισμού σε τάξειςii) η διάρθρωση τών διαφόρων τάξεων και τμημάτων τών τάξεων στα διάφορα επίπεδα, ιδεολογικό, οικονομικό, πολιτικό ενός κοινωνικού σχηματισμούγ) «ταξική συνείδηση» — βλ. συνείδησηδ) «ταξικό συμφέρον»(σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη τής ιστορίας) οι απαιτήσεις και οι ανάγκες μιας τάξης που έχουν γίνει κίνητρο τής δράσης της και καθορίζονται αντικειμενικά από την ιστορική θέση τής συγκεκριμένης τάξης σε ένα καθορισμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα.επίρρ...ταξικά Ν1. με ταξικό τρόπο2. από την οπτική γωνία μιας κοινωνικής τάξης.
Dictionary of Greek. 2013.